Θηβαζε

Θηβαζε
    Θήβαζε
    Θήβα-ζε
    adv. в Фивы Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Θηβαζε" в других словарях:

  • θήβαζε — (Α) επίρρ. (αττ. τ.) βλ. Θήβασθε. [ΕΤΥΜΟΛ. Θήβαζε < Θήβασδε*] …   Dictionary of Greek

  • -ζε — (Α) αχώριστο μόριο που μπαίνει στο τέλος λέξεων και δηλώνει κίνηση προς μια κατεύθυνση («Ἀθήναζε» προς την Αθήνα, «Θήβαζε», «θύραζε» αντί «Ἀθήνασδε» «Θήβασδε», «θύρασδε», αλλὰ κάποτε και με ονόματα ενικού αριθμού: «Ὀλυμπίαζε», «Μουνυχίαζε»,… …   Dictionary of Greek

  • Θήβασδε — και αττ. τ. Θήβαζε (Α) επίρρ. στη Θήβα, προς τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. Θήβας + δε (I)*, δεικτικό μόριο δηλωτικό τής προς τόπον κινήσεως] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»